- οψολογία
- ὀψολογία, ἡ (Α) [οψολόγος]πραγματεία σχετικά με τα φαγητά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψολογίᾳ — ὀψολογίᾱͅ , ὀψολογία cookery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψολογίας — ὀψολογίᾱς , ὀψολογία cookery fem acc pl ὀψολογίᾱς , ὀψολογία cookery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψολογίαν — ὀψολογίᾱν , ὀψολογία cookery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek